πλαστοπροσωπία

πλαστοπροσωπία
η выдавание кого-л. за другое лицо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλαστοπροσωπία" в других словарях:

  • πλαστοπροσωπία — η, Ν 1. η ενέργεια τού πλαστοπροσωπώ, το να εμφανίζεται κανείς στη θέση άλλου με αθέμιτο σκοπό, το να υποδύεται κανείς την ταυτότητα άλλου προκειμένου να τόν βλάψει ή και για προσωπικό ὁφελος 2. (νομ.) περίπτωση απάτης και, ειδικότερα, η εμφάνιση …   Dictionary of Greek

  • πλαστοπροσωπία — η το να παρουσιάζεται κάποιος αντί για άλλον με δόλιο σκοπό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»